αφροδισία

αφροδισία
Η γενετήσια ορμή, το γενετήσιο ένστικτο, ο σεξουαλισμός. Η α. εκδηλώνεται τόσο ως ψυχική όσο και ως αισθησιακή ενστικτώδης έλξη για το άλλο φύλο και περιλαμβάνει τις καταστάσεις της επιθυμίας και της απόλαυσης. Η α. εμφανίζεται σε λανθάνουσα μορφή στη διάρκεια των πρώτων χρόνων της παιδικής ηλικίας, εκδηλώνεται κατά την εφηβική, ακμάζει κατά την ώριμη και φθίνει κατά τη γεροντική. Σε πολλές περιπτώσεις τα στάδια εμφάνισης, ανάπτυξης και υποχώρησης της α. παραλλάζουν χρονικά και γι’ αυτό η διάκριση που έγινε πρέπει να θεωρηθεί περισσότερο συμβατική παρά τυπική. Σύμφωνα με τη φροϋδική θεωρία, η γενετήσια ορμή ενυπάρχει στον άνθρωπο ήδη από τη βρεφική του ηλικία και εκδηλώνεται με απωθημένο τρόπο στη διάρκεια της ήβης και στα δύο φύλα. Έτσι, συχνά στους άντρες εξωτερικεύεται με την τάση για κατάκτηση, απόλαυση ή θυσία και στις γυναίκες με τις καταστάσεις της μελαγχολίας, της εσωστρέφειας, της φιλαρέσκειας, της ντροπής κ.ά. Για την ομαλή εκδήλωση της α. και την αποφυγή πιθανών γενετήσιων διαστροφών είναι απαραίτητη η σωστή και υπεύθυνη ενημέρωση των νεαρών ατόμων πάνω στις διάφορες πλευρές της σεξουαλικής λειτουργίας και η κατάλληλη ψυχολογική τους προετοιμασία σχετικά με τις κρίσιμες βιολογικές μεταβολές που συνοδεύουν την εμφάνιση της ήβης.
* * *
η
γενετήσια επιθυμία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Ἀφροδισία — Ἀφροδισίᾱ , Ἀφροδίσιος belonging to the goddess of love fem nom/voc/acc dual Ἀφροδισίᾱ , Ἀφροδίσιος belonging to the goddess of love fem nom/voc sg (attic doric aeolic) Ἀφροδῑσία , Ἀφροδισίας fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφροδισία — ἀφροδισίᾱ , Ἀφροδίσιος belonging to the goddess of love fem nom/voc/acc dual ἀφροδισίᾱ , Ἀφροδίσιος belonging to the goddess of love fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀφροδισίᾳ — Ἀφροδισίᾱͅ , Ἀφροδίσιος belonging to the goddess of love fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφροδισίᾳ — ἀφροδισίᾱͅ , Ἀφροδίσιος belonging to the goddess of love fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αφροδισία — η η γενετήσια ορμή, ο σεξουαλισμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ἀφροδίσια — Ἀφροδίσιος belonging to the goddess of love neut nom/voc/acc pl Ἀφροδίσιος belonging to the goddess of love neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφροδίσια — Ἀφροδίσιος belonging to the goddess of love neut nom/voc/acc pl Ἀφροδίσιος belonging to the goddess of love neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αφροδισία ή Αφροδισιάς — Αρχαίος συνοικισμός της ΝΑ Λακωνίας στον κόλπο των Βοιών, που ιδρύθηκε κατά την παράδοση από τον Αινεία, όταν έφευγε από την Τροία προς την Ιταλία. Αργότερα, ο Βοίος ένωσε τους κατοίκους της και τους κατοίκους δύο γειτονικών χωριών για να ιδρύσει …   Dictionary of Greek

  • αφροδίσια νοσήματα — Έτσι ονομάζονται κυρίως οι τρεις μολυσματικές ασθένειες σύφιλη, βλεννόρροια και μαλακό έλκος που προσβάλλουν συνήθως το ουρογεννητικό σύστημα και μεταδίδονται με τη συνουσία. Στα α.ν. κατατάσσονται ακόμη και τα κονδυλώματα, ο έρπις των γεννητικών …   Dictionary of Greek

  • κἀφροδισίαν — Ἀφροδισίᾱν , Ἀφροδίσιος belonging to the goddess of love fem acc sg (attic doric aeolic) ἀφροδισίᾱν , Ἀφροδίσιος belonging to the goddess of love fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”